- απολιθωσις
- ἀπολίθωσιςἀπο-λίθωσις-εως ἥ окаменение Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπολίθωσις — petrifaction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιθώσει — ἀπολίθωσις petrifaction fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπολιθώσεϊ , ἀπολίθωσις petrifaction fem dat sg (epic) ἀπολίθωσις petrifaction fem dat sg (attic ionic) ἀπολιθόομαι aor subj act 3rd sg (epic) ἀπολιθόομαι fut ind mid 2nd sg ἀπολιθόομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιθώσεις — ἀπολίθωσις petrifaction fem nom/voc pl (attic epic) ἀπολίθωσις petrifaction fem nom/acc pl (attic) ἀπολιθόομαι aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολιθόομαι fut ind act 2nd sg ἀπολιθόω turn into stone aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολιθόω turn into stone… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίθωσιν — ἀπολίθωσις petrifaction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
ἀπολιθώσεως — ἀπολιθώσεω̆ς , ἀπολίθωσις petrifaction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)